ψυχοπομποί

ψυχοπομποί
ψῡχοπομποί , ψυχοπομπός
conductor
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπομπός — ο / ψυχοπομπός, όν, ΝΜΑ (ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Χάρωνος) αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη αρχ. εξορκιστής κακών πνευμάτων («ψυχοπομποὶ γόητες», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πομπός (< πέμπω), πρβλ. νηο πομπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”